προστέμνω

προστέμνω
Α
1. κόβω επίσης
2. φρ. «ἀλλᾱντος προστετμημένον» — ένα κομμάτι λουκάνικο επί πλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + τέμνω «κόβω, κομματιάζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ποτιτέμνω — Α (δωρ. τ.) προστέμνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + τέμνω] …   Dictionary of Greek

  • τέμνω — (I) ΝΜΑ, και τέμω και επικ. και ιων. και δωρ. τ. τάμνω Α 1. κόβω, σχίζω, τεμαχίζω (α. «τέμνοντα όργανα» β. «τοιοῡτον τμήμα τέμνεται τὸ τεμνόμενον, οἷον τὸ τέμνον τέμνει;», Πλάτ.) 2. (για ποταμό ή οροσειρά) διαιρώ, χωρίζω (α. «η οροσειρά τέμνει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”